τσιτακισμός — ο η μεταβολή συμφώνου (του τ, σ, νθ, σκ, κτ, σθ, στ, σσ, ψ, ξ και κυρίως του κ) σε τσ μπροστά από τα φωνήεντα ι και ε, π.χ. στις λέξεις: Κόσσυφος κότσυφας, ατάσθαλος άτσαλος, κανθαρίδα κατσαρίδα, κύριος τσύριος, και τσαι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Varieties of Modern Greek — History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean (c. 1600–1100 BC) Ancient G … Wikipedia
ητακισμός — ο η προφορά τού γράμματος ήτα ως ēta (ανοικτού μακρού ε και όχι ως ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < etacismus < eta, προφορά τού η ως μακρού ε κατά την ερασμική θεωρία (πρβλ. ιωτακισμός, ρωτακισμός, τσιτακισμός)] … Dictionary of Greek
κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek