τσιτακισμός

τσιτακισμός
ο, Ν
γλωσσ. το φαινόμενο τής τροπής τού συμφώνου κ σε τσ- και τού συμπλέγματος γκ σε τζ, μπροστά από τα φωνήεντα /e/ και /i/ καθώς και το ημίφωνο /j/, όπως λ.χ. και > τσαι, κίτρινο > τσίτριτο, άγγελος > άντζελος, αγκίστρι > αντζίστρι κ.ά., καθώς και τού τ σε τσ όχι μόνον πριν από τα παραπάνω φωνήεντα αλλά και πριν από άλλα, όπως λ.χ. αλάτι > αλάτσι, κτηματάκι > χτηματσάκι, κρεατόμυγα > κρετσόμυγα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσ κατά το ητακισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιτακισμός — ο η μεταβολή συμφώνου (του τ, σ, νθ, σκ, κτ, σθ, στ, σσ, ψ, ξ και κυρίως του κ) σε τσ μπροστά από τα φωνήεντα ι και ε, π.χ. στις λέξεις: Κόσσυφος κότσυφας, ατάσθαλος άτσαλος, κανθαρίδα κατσαρίδα, κύριος τσύριος, και τσαι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Varieties of Modern Greek — History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean (c. 1600–1100 BC) Ancient G …   Wikipedia

  • ητακισμός — ο η προφορά τού γράμματος ήτα ως ēta (ανοικτού μακρού ε και όχι ως ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < etacismus < eta, προφορά τού η ως μακρού ε κατά την ερασμική θεωρία (πρβλ. ιωτακισμός, ρωτακισμός, τσιτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] …   Dictionary of Greek

  • Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”